πυώδης

πυώδης
-ῶδες, ΝΜΑ [πύον]
ό,τι έχει όψη ή σύσταση πύου ή ό,τι είναι ανάμικτο με πύον
νεοελλ.
φρ. α) «πυώδης φλεγμονή» — φλεγμονή που παράγει πύον
β) «πυώδης νεφρίτιδα» — πυώδης φλεγμονή τών νεφρών
γ) «πυώδης εστία» — το σημείο από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το πύον
δ) «πυώδης μόλυνση» — μόλυνση που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυώδης — like pus masc/fem acc pl (attic epic doric) πυώδης like pus masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πυώδης like pus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που είναι γεμάτος ή μοιάζει με πύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυώδει — πυώδης like pus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πυώδης like pus masc/fem/neut dat sg πυώδεϊ , πυώδης like pus dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυώδη — πυώδης like pus neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυώδης like pus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυώδης like pus masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυῶδες — πυώδης like pus masc/fem voc sg πυώδης like pus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυώδεα — πυώδης like pus neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πυώδης like pus masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυώδεις — πυώδης like pus masc/fem acc pl πυώδης like pus masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυλακίτιδα — Πυώδης φλεγμονή στο στόμιο του θυλάκου των τριχών, που οφείλεται είτε στα συνηθισμένα πυογόνα μικρόβια (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι), είτε σε μύκητες (τριχόφυτο). Οι θ. στα γένεια και στο μουστάκι ονομάζονται συκώσεις· επίσης η ακμή αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • πυωδέστεροι — πυώδης like pus masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυωδῶν — πυώδης like pus masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”